- πυροβόλησα
- shot
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
πυροβολώ — πυροβόλησα, πυροβολήθηκα, πυροβολημένος, μτβ. και αμτβ. 1. ρίχνω, κατευθύνω βολή εναντίον κάποιου. 2. ρίχνω με πυροβόλο όπλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυροβολάω — / πυροβολώ, πυροβόλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πυροβολώ — πυροβολώ, πυροβόλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. πυροβολάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής